μονότροπος

μονότροπος
ος, ο[ν]
1) однообразный; 2) физ. однородный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μονότροπος" в других словарях:

  • μονότροπος — living alone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονότροπος — η, ο (ΑΜ μονότροπος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει κατά έναν και μοναδικό τρόπο, ο ενός μόνο είδους, μονότονος νεοελλ. 1. φυσ. χημ.) αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο τής μονοτροπίας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονότροπα βοτ. γένος… …   Dictionary of Greek

  • μονότροπος — η, ο αυτός που υπάρχει ή γίνεται με ένα μόνο τρόπο: Η άσκηση έχει μονότροπη λύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοτρόπως — μονότροπος living alone adverbial μονότροπος living alone masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονότροπον — μονότροπος living alone masc/fem acc sg μονότροπος living alone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτρόποις — μονότροπος living alone masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτρόπου — μονότροπος living alone masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτρόπους — μονότροπος living alone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτρόπων — μονότροπος living alone masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτρόπῳ — μονότροπος living alone masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονότροπα — μονότροπος living alone neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»